- προφητοτόκος
- προφητοτόκος, ον,A bearing prophets, Ph.1.658.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προφητοτόκος — bearing prophets masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητοτόκος — ἡ, Α μητέρα προφήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + τόκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. θεο τόκος] … Dictionary of Greek